Περάστε μέσα, παρακαλώ, μη στέκεστε στην πόρτα!

Καλώς όρισες στο προσωπικό μου blog. Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι για τον τίτλο, αυτός έχει προέλθει από το τραγούδι "Πάρτυ στον 13 Όροφο" των Τρυπών (κατά την ταπεινή μου άποψη, το κορυφαίο ελληνικό ροκ συγκρότημα).

Σε αυτή την ιστοσελίδα σκοπεύω να αναρτώ γνώμες, ειδήσεις και αφιερώματα ποικίλης ύλης. Κυρίως, όμως, θα ήθελα και τη δική σου συμμετοχή για τα θέματα που σ' ενδιαφέρουν! Θα πρέπει ωστόσο να σέβεσαι τις απόψεις του υπογράφοντος, αλλά και των άλλων συνομιλητών. Αλλιώς, οι αγαπητοί κύριοι Vega και Winnfield, θ' αναλάβουν δράση...

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιαπωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιαπωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Perfect Blue

Οι Ιάπωνες είναι γνωστοί για μερικά από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα στην τέχνη του animation. Ένας από αυτούς τους θαυματουργούς είναι και ο πρόωρα χαμένος Satoshi Kon, που τιμήθηκε σε φεστιβάλ διεθνούς βεληνεκούς. Παρότι πρόλαβε να σκηνοθετήσει ελάχιστες ταινίες, άφησε το στίγμα του ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους και ταλαντούχους παραμυθάδες του animation. Η εν λόγω ταινία αποτελεί και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του.

Υπόθεση

Η νεαρή Mima Kirigoe είναι μέλος ενός ποπ συγκροτήματος, που έχει λίγους αλλά αφοσιωμένους φαν. Κάποια στιγμή, υποκύπτοντας στις πιέσεις του μάνατζερ της, αποφασίζει να σταματήσει το τραγούδι και να ακολουθήσει καριέρα στην ηθοποιία. Η νέα αρχή είναι δύσκολη και η στροφή της είναι ένα γεγονός που δυσαρεστεί πολλούς. Όσο δουλεύει σκληρά για τον πρώτο της ρόλο σε μια αστυνομική τηλεοπτική σειρά, γίνεται θύμα stalking από έναν εμμονικό θαυμαστή της.

Κριτική

Η ταινία περιέχει πολλά στοιχεία που την κάνουν ένα ενδιαφέρον θρίλερ: σπουδαία πλοκή και πολύ καλό ρυθμό, άλλοτε αργό κι άλλοτε γρήγορο, πάντα στα σημεία που πρέπει. Η δε ατμόσφαιρα θυμίζει κάτι ανάμεσα στα αριστουργήματα του Alfred Hitchcock και τα αιματηρά giallo των Ιταλών σκηνοθετών. Η δε ανατροπή στο φινάλε είναι εξαιρετική, αφήνοντας απλά άφωνο τον θεατή, καθώς πέρα από μη αναμενόμενη, είναι και μαεστρικά καλογυρισμένη.

Το θόλωμα μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων
αποτελεί βασικό γρανάζι της πλοκής
Ίσως το βασικό μειονέκτημα της ταινίας είναι το ίδιο το animation, καθώς είναι σημαντικά κατώτερο από μεταγενέστερα έργα του Kon. Δεν είναι πρόχειρο, αλλά με λίγη καλύτερη ποιότητα θα συνόδευε καλύτερα το τόσο καλό σενάριο. Σε τελική ανάλυση μιλάμε για μια αξιόλογη ταινία γεμάτη σασπένς, που αποδεικνύει τις δυνατότητες των κινουμένων σχεδίων.

Γενικά στοιχεία

  • Τίτλος: パーフェクトブルー - Pāfekuto Burū
  • Είδος: μυστηρίου, θρίλερ
  • Σκηνοθεσία: Satoshi Kon
  • Σενάριο: Sadayuki Murai, βασισμένο στο βιβλίο Pefect Blue: Complete Metamorphosis του Yoshikazu Takeuchi
  • Πρωταγωνιστές: Junko Iwao, Rica Matsumoto, Shinpachi Tsuji
  • Χώρα/έτος παραγωγής: Ιαπωνία/1997
  • Διάρκεια: 81 λεπτά

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Avanti Maestri!

Από τα πρώτα κιόλας βήματα του κινηματογράφου, η μουσική έπαιζε καταλυτικό ρόλο στις ταινίες. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές που το soundtrack έχει ξεπεράσει τη σημασία της σκηνοθεσίας ή του σεναρίου. Και ευτυχώς, υπάρχουν αναρίθμητοι συνθέτες που μας προσφέρουν υπέροχες μουσικές, μέσα από περισσότερο ή λιγότερο υπέροχες ταινίες. Παρακάτω αναφέρω τις προσωπικές μου αδυναμίες.

6. Joe Hisaishi (1950 - )

Ο ένας εκ των δύο Ιαπώνων της λίστας. Ο πολυβραβευμένος Joe Hisaishi έχει αφήσει εποχή με τις μελωδίες του για τις anime ταινίες του Hayao Miyazaki, από τις οποίες ξεχωρίσουν τα Spirited Away (2001), Howl's Moving Castle (2004), Ponyo (2008) και The Wind Rises (2013). Επιπλέον, έχει συνεργαστεί με τους Takeshi Kitano, Yojiro Takita και Isao Takahato, για τις ταινίες Sonatine (1993), Hana-bi (1997), Kikujiro (1999), Dolls (2002), Okuribito (2008) και The Tale of Princess Kaguya (2013).


5. Shigeru Umebayashi (1951 - )


Πρώην μέλος ροκ μπάντας, ο βραβευμένος Ιάπωνας συνθέτης έχει γράψει μουσική για πάνω από εβδομήντα ταινίες, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές. Έχει διαγράψει μάλιστα μια πραγματικά διεθνή καριέρα, αφού οι νότες του έχουν ντύσει ταινίες όχι μόνο από την πατρίδα του, αλλά και την Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, το Μεξικό, τη Σερβία και τις ΗΠΑ. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του soundtracks είναι αυτά για τις ταινίες Yumeji (1991), House of the Flying Daggers (2004), 2046 (2004) και The Grandmaster (2013).


4. Luis Bacalov (1933 - )


Ένας σχετικά άγνωστος συνθέτης, παρότι έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου κι ενός Όσκαρ. Γεννημένος στην Αργεντινή, με βουλγαρικές ρίζες, ο Bacalov έχει γράψει μουσική για διάφορα είδη ταινιών, από spaghetti western μέχρι θρησκευτικά δράματα. Έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως οι Sergio Corbucci, Federico Fellini και Pier Paolo Pasolini. Κάποια από τα σημαντικότερα soundtrack του είναι αυτά των ταινιών Il Vangelo Secondo Matteo (1964), Django (1966), Il Grande Duelo (1972) και Il Postino (1994).


3. Gustavo Santaolalla (1951 - )


Ο έτερος Αργεντινός της λίστας. Έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, δύο Όσκαρ και μάλιστα σε δύο συνεχόμενες χρονιές, για τις ταινίες Brokeback Mountain (2005) και Babel (2006). Γνωστός για την συχνή χρήση παραδοσιακών έγχορδων οργάνων, ο Santaolalla είναι σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες ταινιών των ημερών μας. Η μουσική του ακούγεται σε ταινίες όπως οι Amores Perros (2000), 21 Grams (2003), Diarios de Motocicleta (2004) και Biutiful (2010), αλλά και στο πολυβραβευμένο video game The Last of Us (2013).


2. Nino Rota (1911 - 1979)


Ένας από τους διασημότερους συνθέτες ταινιών. Συνεργάστηκε με τεράστια ονόματα του παγκόσμιου σινεμά, αλλά ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό. Πάνω από εκατό ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, τηλεταινίες και ντοκιμαντέρ έχουν επενδυθεί με μουσικές του σπουδαίου Ιταλού. Μεταξύ όλων αυτών, ξεχωρίζουν τα soundtrack των ταινιών La Dolce Vita (1960), 8 1/2 (1963), Il Gattopardo (1963), Romeo and Juliet (1968) και φυσικά των The Godfather (1972) και The Godfather Part II (1974).


1. Ennio Morricone (1928 - )


Ο αειθαλής Morricone έχει καταφέρει να συνδυάσει με απίστευτο τρόπο την ποιότητα με την ποσότητα. Με πάνω από 500 συνθέσεις για το σινεμά και την τηλεόραση, έχει γράψει μουσική για κάθε κινηματογραφικό είδος. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει μερικά από τα πιο αναγνωρίσιμα soundtracks, όπως τα Le Professionel (1981), The Thing (1982), The Mission (1986), The Untouchables (1987), Cinema Paradiso (1988) και πολλά άλλα. Και, βέβαια, στην κορυφή οι μουσικές του για τις ταινίες του φίλου του Sergio Leone Per un Pugno di Dollari (1964), Per Qualche Dollaro in Più (1965), Il Buono, il Brutto, il Cattivo (1966), C'era una volta il West (1968) και C'era una volta in America (1984).

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Hideshi Hino - Ο Μετρ του Ιαπωνικού Τρόμου

Ο Hideshi Hino είναι Ιάπωνας μανγκάκα, με μια βιβλιογραφία που αριθμεί εκατοντάδες τίτλους. Έχει ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με τον τρόμο και αποτελεί έναν από τους επιδραστικότερους δημιουργούς του είδους. Η φήμη του έχει προ πολλού ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του και εξαπλώνεται πια σε Ευρώπη και Αμερική.

Γεννήθηκε το 1946 στην πόλη Qiqihar της βόρειας Κίνας, που τότε τελούσε υπό ιαπωνική κατοχή. Σύντομα, με την προέλαση του σοβιετικού στρατού, η οικογένειά του επέστρεψε στην Ιαπωνία. Η τραυματική του παιδική ηλικία, καθώς και η τραγική κατάσταση της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, έχουν αποτυπωθεί βαθύτατα στα μάνγκα του, πολλά από τα οποία έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Αρχικά, ο Hino ήθελε να κυνηγήσει μια καριέρα στο σινεμά, αλλά τελικά επέλεξε τα μάνγκα. Ξεκίνησε με αυτοεκδόσεις και οι πρώτες του επαγγελματικές δουλειές ήταν για τα περιοδικά COM και Garo. Τα πρώτα του μάνγκα ήταν εποχής, χιουμοριστικά και επιστημονικής φαντασίας. Η αλλαγή πορείας έγινε το 1969 με το πρώτο horror κόμικ του, το Zōroku no kibyō (Zorokus Strange Disease), που γνώρισε αρκετή επιτυχία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Hino υπήρξε τρομερά παραγωγικός. Μόνο τη δεκαετία του 1980, που θεωρείται μια από τις σημαντικότερες περιόδους του, δημιούργησε πάνω από 30 τίτλους για διάφορες εκδοτικές. Όπως είναι φυσικό, μέσα σε έναν τέτοιο όγκο υπάρχουν πολλά μέτρια ή μη πρωτότυπα έργα. Τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των τίτλων του και πλέον διδάσκει character design στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών της Οσάκα.

Σε πολλά από τα μάνγκα του Hino, ο πρωταγωνιστής είναι καλλιτέχνης (μανγκάκα, ζωγράφος κλπ) και συχνά αυτοσυστήνεται με το όνομα του δημιουργού. Το Jigoku no Komoriuta (Lullabies from Hell) είναι κλασικό παράδειγμα και ένα από τα γνωστότερα κόμικς του. Το κατά πολλούς αριστούργημα του Hino είναι το Jigokuhen (Panorama of Hell), που πρακτικά αποτελεί μια ανανεωμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή του Jigoku no Komoriuta. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και το 2005 προτάθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Άλμπουμ στο Διεθνές Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ.

Στ’ αγγλικά έχουν κυκλοφορήσει διάφορα από τα σπουδαιότερα έργα του Hino, πολλά όμως από μικρές εκδοτικές. Αν σκεφτεί κανείς ότι βγήκαν πριν 10-20 χρόνια, γίνεται κατανοητό πόσο δυσεύρετα είναι. Ακόμα και scanlations των κόμικς του δε βρίσκονται εύκολα. Πάντως, ανάμεσα στα κορυφαία του περιλαμβάνονται τα Akai Hebi (Red Snake), Dokumushi Kozou (The Bug Boy) και Gaki Jigoku (Hell Baby).


Η ανάμειξη του Hino με τον κινηματογράφο είναι επίσης άξια αναφοράς. Υπήρξε ο παραγωγός της σειράς ταινιών τρόμου Guinea Pig, ενώ σε κάποιες εξ αυτών αναμείχθηκε ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός. Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι ταινίες, έχουν βασιστεί σε κόμικς του ίδιου. Το 2004 βγήκε μια σειρά έξι live action ταινιών βασισμένων στα μάνγκα του Hino.

Το σχεδιαστικό στυλ του Hino είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και τελείως διαφορετικό από τη νόρμα των ιαπωνικών κόμικς. Το καρτουνίστικο σκίτσο του δείχνει απρόσμενα ταιριαστό μέσα στην γκροτέσκα και μακάβρια ατμόσφαιρα των ιστοριών του. Συνδυάζει τα προσωπικά του βιώματα με φανταστικά γεγονότα, δίνοντας μια ξεχωριστή σφραγίδα στα κόμικς του. Οι ήρωές του δεν αντιμετωπίζουν τα κακά της μοίρας τους για να τα νικήσουν· πρέπει να προσαρμοστούν στην ασχήμια του κόσμου τους, αν θέλουν να επιβιώσουν.

Ανάμεσα στις επιρροές του Hideshi Hino είναι οι Shigeru Sugiura και Yoshiharu Tsuge, γνωστοί για τις σουρεαλιστικές τους ιστορίες. Πράγματι, τα μάνγκα του περίεχουν αυτό το στοιχείο του «αλλόκοτου», που τόσο καλά κατέχουν οι Ιάπωνες. Πολλοί νεότεροι μανγκάκα έχουν επηρεαστεί από τα κόμικς του, συμπεριλαμβανομένων του Junji Ito και της Kanako Inuki, ενώ σημαντική είναι και η συμβολή του στη διαμόρφωση του J-Horror, δηλαδή των ιαπωνικών ταινιών τρόμου. Σήμερα ο Hino αποτελεί μια cult φιγούρα στην πατρίδα του.


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Οι Σημαντικότερες Σχολές των Κόμικς

Όπως και κάθε μορφή τέχνης, έτσι και στα κόμικς διακρίνονται σχολές. Οι σχολές αυτές διαθέτουν ορισμένα κοινά στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στους δημιουργούς κάθε σχολής. Θα προσπαθήσω με συνοπτικό τρόπο να παρουσιάσω τις σπουδαιότερες σχολές.

Αμερικανική

Ίσως αποτελεί την πιο γνωστή και διαδεδομένη σχολή των κόμικς. Σίγουρα το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό κάποιου είναι τα υπερηρωικά κόμικς και η αιώνια κόντρα μεταξύ των εκδοτικών DC και Marvel. Πραγματικά, τα κόμικς με υπερήρωες και υπερκακούς αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι των αμερικανικών κόμικς, υπάρχουν όμως πολλές διαφορετικές υπο-σχολές. Τη δεκαετία του 1960, ξεκίνησε το underground κίνημα, με κόμικς αντιδραστικά και γνήσιο τέκνο του κλίματος αμφισβήτησης της εποχής. Στις μέρες μας, τα λεγόμενα indies (ανεξάρτητα κόμικς), κερδίζουν συνεχώς αναγνώστες και έχουν αρχίσει να καταρρίπτουν την «ολιγαρχία» των υπερηρωικών κόμικς. Οι χιλιάδες τίτλοι και τα αμέτρητα τεύχη καθιστούν αδύνατη την αναφορά των σπουδαιότερων Αμερικανών δημιουργών.

Γαλλοβελγική

Είναι αναμφίβολα η μαμή των υπόλοιπων ευρωπαϊκών σχολών, παραμένοντας η σπουδαιότερη όλων. Ως κέντρο των γαλλοβελγικών κόμικς, γνωστά ως bande dessinée, είναι η Γαλλία και η γαλλόφωνες κυρίως περιοχές του Βελγίου. Μέσα από διάφορα περιοδικά των δεκαετιών του 1930, 1950 και 1960 ξεπήδησαν οι σημαντικότερες χιουμοριστικές σειρές κόμικς. Ταυτόχρονα, όμως, έγιναν πολύ γρήγορα αντιληπτές οι δυνατότητες του μέσου και εμφανίστηκε μια στροφή σε πιο ενήλικα θέματα. Κι εδώ δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε συγκεκριμένους δημιουργούς. Σίγουρα πάντως οι Hergé, Moebius, Goscinny και Uderzo, Greg και Jodorowski ανήκουν στην αφρόκρεμα της σχολής αυτής.

Ιαπωνική

Αποτελεί, μαζί με την αμερικανική, την πιο εμπορική σκηνή κόμικς παγκοσμίως. Τα μάνγκα, όπως αποκαλούνται τα ιαπωνικά κόμικς, έχουν τις ρίζες τους στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι δε στενά συνδεδεμένα με τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, τα anime. Τα μάνγκα είναι πολύ διαφοροποιημένα από τα κόμικς της Δύσης και έχουν μια πολύ πιο συγκεκριμένη τεχνοτροπία. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε πέντε ή και δέκα δημιουργούς. Πάντως, οι τρεις πιο επιδραστικοί μανγκάκα μπορούν να θεωρηθούν οι Osamu Tezuka, αποκαλούμενος και «θεός των μάνγκα», ο Katsuhiro Otomo, δημιουργός του μάνγκα Akira και της ομώνυμης ταινίας, και ο Akira Toriyama, δημιουργός του Dragon Ball.

Ιταλική

Έχοντας άμεσα επηρεαστεί από τη γαλλική σκηνή και με πολλές «ανταλλαγές» καλλιτεχνών μεταξύ των δύο χωρών, η ιταλική σκηνή θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες. Κατά καιρούς, πολλοί Ιταλοί δημιουργοί έχουν προσφέρει έναν αέρα ανανέωσης στην 9η τέχνη και είναι πολύ δημοφιλείς στην Ευρώπη και τον κόσμο. Οι γνωστότερες ιταλικές ιστορίες έχουν ενήλικο περιεχόμενο, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι χιουμοριστικές. Παράλληλα η Ιταλία διαθέτει πολύ μεγάλη παραγωγή ιστοριών της Disney. Ανάμεσα στους πολλούς ταλαντούχους δημιουργούς, ξεχωρίζουν οι Hugo Pratt, «πατέρας» του Κόρτο Μαλτέζε, ο ερωτικός Milo Manara, ο μετρ του τρόμου Tiziano Sclavi και οι αγαπητοί Guido Crepax και Vittorio Giardino.

Βρετανική

Τα βρετανικά κόμικς πάντοτε ήταν σημαντικά, αλλά, λόγω γλώσσας, βρίσκονταν στην σκιά των αμερικανικών. Μολαταύτα, έχουν επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό τη σκηνή των ΗΠΑ, καθώς πολλοί σπουδαίοι δημιουργοί έχουν εργαστεί στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Το περιοδικό 2000 AD, κατέχει κεντρική θέση στη βρετανική σκηνή, αφού εκεί έχουν δημοσιευτεί πολλά γνωστά κόμικς. Στο ίδιο περιοδικό έχουν συνεισφέρει είναι ιερά τέρατα των κόμικς, όπως οι σχεδιαστές Mike McMahon και Brian Bolland και οι σεναριογράφοι Alan Moore, Neil Gaiman και Grant Morrison.

Ισπανική

Παρότι συγκριτικά πιο άγνωστα από αυτά της Ιταλίας και της Γαλλίας, τα ισπανικά κόμικς είναι αρκετά διαδεδομένα και δημοφιλή στη γηραιά ήπειρο. Πολλοί Ισπανοί μας έχουν καταπλήξει με τις σχεδιαστικές και συγγραφικές τους ικανότητες και δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν αποκτήσει διεθνή φήμη. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους δημιουργούς συγκαταλέγεται ο χιουμορίστας Francisco Ibáñez Talavera, οι ακούραστοι Bernet και Aragonés, οι σεναριογράφοι Enrique Sánchez Abulí και Antonio Segura, ο José Ortiz και οι δημιουργοί του δημοφιλούς Blacksad, Juanjo Guarnido και Juan Díaz Canales. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί κομίστες από την Αργεντινή έχουν διαπρέψει στην Ισπανία.

Αργεντίνικη

Η σκηνή κόμικς της Αργεντινής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές σχολές. Έχει επηρεαστεί άμεσα από την ιταλική, καθώς πολλοί Ιταλοί δημιουργοί εργάστηκαν στην Αργεντινή κατά τη δεκαετία του 1950. Παράλληλα, αρκετοί Αργεντίνοι κομίστες έχουν δει τις δουλειές τους να εκδίδονται από γαλλικούς ή ισπανικούς εκδοτικούς οίκους και να γίνονται δημοφιλείς στην ήπειρο αυτή. Οι σημαντικότεροι δημιουργοί είναι οι Quino, «πατέρας» της τρομερής Mafalda, οι εμβληματικοί συνεργάτες Muñoz και Sampayo, οι παραγωγικότατοι Alberto Breccia και Carlos Trillo, καθώς και οι H.G. Oesterheld και Francisco Solano Lopez, δημιουργοί του θρυλικού El Eternauta.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Πόθεν Ήκει η Σαγιονάρα;

Σαγιονάρα. Το γνωστό μας πατούμενο, του οποίου όμως αγνοούμε την ετυμολογία. Ίσως εκείνοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό και τη γλώσσα της Ιαπωνίας, να γνωρίζουν ότι σαγιονάρα σημαίνει «αντίο» στα γιαπωνέζικα. Πρόκειται για σύμπτωση ή όχι;

Η λέξη, με την αυθεντική της σημασία, έγινε γνωστή στο δυτικό κόσμο τη δεκαετία του 1950, αρχικά με το μυθιστόρημα Sayonara του Αμερικανού συγγραφέα James A. Michener και αργότερα με τη μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνίστησε ο Μάρλον Μπράντο, ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, αφού προτάθηκε για δέκα Όσκαρ κερδίζοντας τελικά τα τέσσερα. Στο βιβλίο και την ταινία ο πρωταγωνιστής εγκαταλείπει την αγαπημένη του, εξ ου και ο τίτλος.


Στην ταινία, λοιπόν, οι Γιαπωνέζες ηθοποιοί φορούν τα παραδοσιακά τους υποδήματα, ονόματι ζόρι. Το υπόδημα αυτό γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία στη Δύση και γι' αυτό έπρεπε να του δοθεί ένα όνομα. Τι ευκολότερο από τον τίτλο της ταινίας αυτής; Παρόλα αυτά, ο όρος σαγιονάρα παρέμεινε σε λίγες χώρες (Ελλάδα, Μεξικό, Περού), αφού ανά τον κόσμο χρησιμοποιούνται πολλά διαφορετικά ονόματα (πχ flip-flops στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, djapanski στη Βουλγαρία και chancletas στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες).

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Cowboy Bebop - Ένα Ξεχασμένο Διαμάντι

Τα μέλη του πληρώματος
Παρότι δεν είμαι μεγάλος φαν των anime σειρών, μπορώ να πω ότι η συγκεκριμένη μ' έκανε ν' αναθεωρήσω κάπως την άποψή μου. Μια σειρά που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα, τουλάχιστον όχι όσο τα Naruto, One Piece και Full Metal Alchemist, αλλά είναι πολύ αγαπητή σε χώρες έξω από την Ιαπωνία, κυρίως τις ΗΠΑ. Το anime αυτό ακολουθεί τις περιπέτειες μιας ομάδας κυνηγών επικηρυγμένων του μέλλοντος, οι οποίοι ταξιδεύουν στο διάστημα.

Το Cowboy Bebop θεωρείται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα και επιδραστικότερα anime όλων των εποχών. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που βρίσκεται σε πολλές λίστες με τα κορυφαία έργα του είδους.

Σκηνικό και χαρακτήρες

Η σειρά διαδραματίζεται το έτος 2071, όταν ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα είναι προσβάσιμο με διαστημόπλοια και "υπερδιαστημικές πύλες". Η Γη έχει καταστεί σχεδόν μη κατοικήσιμη λόγω της πτώσης μετεωριτών και έτσι το ανθρώπινο γένος έχει εγκατασταθεί στους άλλους πλανήτες. Παρά τον προφανή μελλοντολογικό χαρακτήρα της σειράς, εντούτοις η τεχνολογία αποτελεί μια μείξη φουτουριστικών και σύγχρονων στοιχείων. Παραδείγματος χάρη, η ρομποτική και η χρήση αστρόπλοιων θεωρείται δεδομένη, αλλά ακόμα χρησιμοποιούνται αυτοκίνητα και όπλα με σφαίρες.

Σε αυτό το σκηνικό δρουν τα μέλη του πληρώματος του διαστημόπλοιου Bebop, τα οποία έχουν πιο πολλά να τους χωρίζουν, παρά να τους ενώνουν. Όντας ομάδα κυνηγών επικηρυγμένων, κύρια (αλλά όχι μοναδική) πηγή των περιπετειών τους είναι η αντιμετώπιση λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνων εγκληματιών. Οι κύριοι χαρακτήρες της σειράς είναι οι εξής:
Spike Spiegel, ο βασικός ήρωας
της σειράς
  • Spike Spiegel: πρώην μέλος ενός ισχυρού εγκληματικού συνδικάτου, ο Spike είναι ικανότατος μαχητής και πιλότος. Ταυτόχρονα προφέρει συχνά αστείες στιγμές, κυρίως λόγω της ακόρεστης πείνας του.
  • Jet Black: τέως αστυνομικός και ιδιοκτήτης του Bebop. Κατά τη θητεία του ως ντετέκτιβ έχασε το αριστερό του χέρι, το οποίο έχει αντικαταστήσει με μηχανικό μέλος.
  • Faye Valentine: αρχάριος κυνηγός επικηρυγμένων, εθισμένη στο τζόγο. Έχει άστατο χαρακτήρα και κατά τη διάρκεια της σειράς παρατάει αρκετές φορές την ομάδα.
  • Ed: παρότι μονάχα ένα παιδί, η Ed είναι ιδιοφυής χάκερ. Παρά την εξυπνάδα της συνεχίζει να συμπεριφέρεται παιδιάστικα.
  • Ein: ένας σκύλος ράτσας Pembroke Welsh Corgi, πρώην πειραματόζωο. Είναι απείρως εξυπνότερος από ένα μέσο κατοικίδιο, αλλά τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, με εξαίρεση την Εντ, συνήθως δεν αντιλαμβάνονται τις ικανότητές του.
  • Vicious: ο μεγάλος εχθρός του Spike, είναι ο μόνος ανταγωνιστής που εμφανίζεται σε παραπάνω από ένα επεισόδια. Πρώην φίλος του Spike, διατηρεί τη θέση του στην εγκληματική οργάνωση που μεγαλούργησε μαζί του.

Μουσική

Δίχως αμφιβολία ένα από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα του Cowboy Bebop είναι η μουσική που χρησιμοποιείται, αλλά και γενικότερα η επιρροή από τον κόσμο της μουσικής. Πρώτα και κύρια, bebop ονομάζεται ένα στυλ της τζαζ μουσικής, που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμούς και γρήγορο τέμπο. Τα περισσότερα από τα επεισόδια της σειράς έχουν όνομα που παραπέμπει σε  κάποιο μουσικό είδος (π.χ. Heavy Metal Queen, Mushroom Samba). Παρότι σε γενικές γραμμές η μουσική κάθε επεισοδίου συνάδει με τον τίτλο του, πολλά από τα κομμάτια πλησιάζουν στα είδη της μπλουζ και της τζαζ.


Κριτική

Ένα από τα πιο σημαντικά συν του Cowboy Bebop είναι ο ρεαλισμός του. Στη σειρά αυτή δε θα δει κανείς μάχες στις οποίες ο πρωταγωνιστής πηδάει στο θεό και με μια κίνηση σκοτώνει καμιά δεκαριά εχθρούς. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ωραίες σκηνές μάχης, από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης της σειράς, Σινιτσίρο Γουατανάμπε, έχει επηρεαστεί από τις ταινίες του Μπρους Λι και του Τζον Γου. Οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι και συχνά τα όρια μεταξύ καλού και κακού δεν είναι ευδιάκριτα. Το animation είναι εξαιρετικό, όντας απλό και στυλάτο, ενώ η μουσική ταυτότητα προσθέτει πολλά. Ταυτόχρονα, η σειρά διαθέτει σπάνια ισορροπία ανάμεσα στο δράμα, τη δράση και το χιούμορ. Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα επεισόδια δε διαθέτουν την ένταση και τη δράση των επόμενων. Αυτό όμως δεν κρατάει πολύ και σε καμία περίπτωση δεν τα καθιστά βαρετά.