Περάστε μέσα, παρακαλώ, μη στέκεστε στην πόρτα!

Καλώς όρισες στο προσωπικό μου blog. Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι για τον τίτλο, αυτός έχει προέλθει από το τραγούδι "Πάρτυ στον 13 Όροφο" των Τρυπών (κατά την ταπεινή μου άποψη, το κορυφαίο ελληνικό ροκ συγκρότημα).

Σε αυτή την ιστοσελίδα σκοπεύω να αναρτώ γνώμες, ειδήσεις και αφιερώματα ποικίλης ύλης. Κυρίως, όμως, θα ήθελα και τη δική σου συμμετοχή για τα θέματα που σ' ενδιαφέρουν! Θα πρέπει ωστόσο να σέβεσαι τις απόψεις του υπογράφοντος, αλλά και των άλλων συνομιλητών. Αλλιώς, οι αγαπητοί κύριοι Vega και Winnfield, θ' αναλάβουν δράση...

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Όταν η Καφρίλα και ο Σουρεαλισμός συναντούν τα Κόμικς...

... τότε έχουμε μπροστά μας ένα στριπάκι του Joan Cornellà. Τα βουβά strips του χαρακτηρίζονται από απλό αλλά όμορφο σχέδιο και, το κυριότερο, σουρεάλ και βίαιες ιστορίες. Ιστορίες που στο πρώτο πάνελ φαίνονται καθημερινές και φυσιολογικές, αλλά ολοκληρώνονται σε 4-6 πάνελ με τον πιο περίεργο, απρόσμενο και, συχνά, αποκρουστικό τρόπο.

Πέρα από το αβίαστο γέλιο που προκαλούν πολλές από τις ιστορίες του, ο αναγνώστης νιώθει απλά περίεργα. Γιατί είναι σίγουρα οξύμωρο και απρόσμενο να βλέπει κανείς αιματοβαμμένες ή ανώμαλες ιστορίες μέσα από αυτά τα αθώα σκίτσα με τα ζωηρά χρώματα. Και για του λόγου το αληθές, ρίξτε μια ματιά στις παρακάτω εικόνες:



Κατά την ταπεινή μου άποψη, αξίζει να ψάξει κανείς λίγο περισσότερο τα σκίτσα του Cornellà. Και ευτυχώς κάθε άλλο παρά δύσκολο είναι να βρεις κανείς πολλά από αυτά στο διαδίκτυο. Ο ίδιος ο δημιουργός ανεβάζει συνέχεια νέα στριπάκια στη σελίδα του στο Facebook.


Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

The Rumjacks

Οι Rumjacks είναι ένα συγκρότημα από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Παίζουν αυτό που ονομάζεται celtic punk, στην ουσία πανκ ροκ αναμεμειγμένο με τις μουσικές παραδόσεις της Σκωτίας και κυρίως της Ιρλανδίας. Παρότι δεν έχουν αποκτήσει τη φήμη άλλων παρόμοιων συγκροτημάτων, όπως οι Dropkick Murphys και οι Flogging Molly, έχουν ήδη βάλει τη τζίφρα τους πάνω σε αυτό το ενδιαφέρον είδος.

Από αριστερά προς δεξιά:
Gabriel Whitbourne (κιθάρα), Adam Kenny (μπάντζο, μαντολίνο, μπουζούκι),
Frankie McLaughlin (φωνητικά, μποντράν, Ιρλανδικό φλάουτο),
Anthony Matters (ντραμς), Johnny McKelvey (μπάσο)
Το συγκρότημα σχηματίστηκε το 2008 και την ίδια χρονιά έβγαλαν το πρώτο του ντέμο, Hung, Drawn and Ported. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές αλλαγές στα μέλη και ξεκίνησαν να τραγουδούν σε παμπ της χώρας τους. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το πρώτο τους EP, το Sound as a Pound.

Το 2010 ήρθε ο δίσκος Gangs of New Holland. Περιέχει τα πιο γνωστά τους τραγούδια, όπως τα An Irish Pub Song και Uncle Tommy, τα οποία τους έχουν κάνει αρκετά δημοφιλείς στο YouTube. Γρήγορα έγιναν γνωστοί για τις συναυλίες τους, στις οποίες βγάζουν πολλή ενέργεια. Έχουν μάλιστα μοιραστεί τη σκηνή με ονόματα όπως οι Gogol Bordello, οι Guttermouth και οι Dropkick Murphys. Το 2012 κυκλοφόρησε το single Crosses for Eyes.




Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Το Σύγχρονο Κορεατικό Σινεμά

Εδώ και δέκα με δεκαπέντε χρόνια ο κινηματογράφος της Νότιας Κορέας συμπεριλαμβάνεται στους καλύτερους του κόσμου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, μάλιστα, που τον θεωρούν τον κορυφαίο όλων στις μέρες μας. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο νοτιοκορεάτικος κινηματογράφος μας έχει προσφέρει αναρίθμητες ταινίες υψηλότατου επιπέδου. Μπορεί να μην είναι όλες αριστουργήματα, αλλά η συντριπτική τους πλειονότητα δεν πρόκειται να ξεθωριάσει με το πέρασμα του χρόνου.

Το μεγάλο μπαμ στο σινεμά της Ασιατικής αυτής χώρας πραγματοποιήθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα. Το 1998 εννιά νοτιοκορεάτικα έργα μπήκαν στο top 20 του εγχώριου box office. Η ταινία, ωστόσο, που κατά πολλούς σηματοδοτεί την έναρξη του νέου νοτιοκορεάτικου κινηματογράφου είναι το Shiri (1999), μια καταιγιστική ταινία δράσης, στα πρότυπα παρόμοιων παραγωγών από το Χόλιγουντ και το Χονγκ Κονγκ. Το έργο αυτό κατάφερε να συνδυάσει τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης της Νότιας Κορέας (pansori) με τις κινηματογραφικές αξίες της Δύσης.

Μπορεί το Shiri να είναι μια περιπέτεια χωρίς ιδιαίτερο βάθος,
αλλά σίγουρα επηρέασε πλήθος σκηνοθετών
Οι αρχές της δεκαετίας λειτούργησαν ως η περίοδος γνωριμίας των Νοτιοκορεατών σκηνοθετών με κοινό και κριτικούς του υπόλοιπου κόσμου. Το 2000 έφερε στο προσκήνιο τους σκηνοθέτες Τσαν-γουκ Παρκ και Τζι-γουν Κιμ, ενώ λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να λάμπει το άστρο του Κι-ντουκ Κιμ, με τα υπέροχα Spring, Summer, Fall, Winter... and Spring (2003) και 3-Iron (2004). Το 2003 ο Τζουν-χο Μπονγκ σκηνοθέτησε ένα υποδειγματικό φιλμ μυστηρίου, το Memories of Murder.

Oldboy, αναμφισβήτητα η πιο γνωστή νοτιοκορεάτικη ταινία
Ξεχωριστή θέση κατέχει η Τριλογία της Εκδίκησης, όπως ονομάστηκε από τους κριτικούς, του Τσαν-γουκ Παρκ. Ιδιαίτερα η δεύτερη ταινία, Oldboy (2003), θεωρείται από πολλούς -και όχι άδικα- η πιο αντιπροσωπευτική του σύγχρονου νοτιοκορεάτικου κινηματογράφου. Οι άλλες δύο, Sympathy for Mr. Vengeance (2002) και Sympathy for Lady Vengeance (2005) έλαβαν επίσης πολύ καλές κριτικές.

Το 2006 είδαμε το Host του Τζουν-χο Μπονγκ, μια ταινία τρόμου με έντονα στοιχεία δράματος, η οποία πλέον φιγουράρει στο νούμερο δύο των μεγαλύτερων εισπρακτικών επιτυχιών στη χώρα. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έκλεισε με έργα όπως το The Chaser (2008) του Χονγκ-τζιν Νο και το Mother (2009) του Τζουν-χο Μπονγκ. Έκτοτε, οι θαυματουργοί από τη Νότιο Κορέα μας προσέφεραν ταινίες όπως τα I Saw the Devil (2010), The Man from Nowhere (2010) και Miracle in Cell No. 7 (2013).

To Welcome to Dongmakgol (2005) του Κουάνγκ-χιούν Παρκ είναι
μια από τις πολλές ταινίες που ασχολείται με τον τραυματικό εμφύλιο του 1950
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Νοτιοκορεάτες τα καταφέρνουν καλά με όποιο είδος κι αν καταπιαστούν. Από ευχάριστες ρομαντικές κομεντί μέχρι εντυπωσιακές πολεμικές ταινίες και αγωνιώδη θρίλερ, υπάρχει μια τεράστια ποικιλία ταινιών. Δεν είναι λίγα άλλωστε τα παραδείγματα ταινιών που ακροβατούν μεταξύ πολλών ειδών, όπως το A Tale of Two Sisters (2003) του Τζι-γουν Κιμ, συνδυασμός δράματος και horror.

Ένα άλλο γνώρισμα των νοτιοκορεάτικων ταινιών είναι το ότι καταφέρνουν να έχουν το λεγόμενο «πακέτο»: εξαιρετική σκηνοθεσία, έξυπνο σενάριο, απίστευτες ερμηνείες, πανέμορφη φωτογραφία και μερικές φορές μαγευτική μουσική. Οι σκηνοθέτες, που πολύ συχνά είναι και οι σεναριογράφοι, καταφέρνουν ν' αναπτύσσουν τους χαρακτήρες και ν' αφηγούνται με πολύ ωραίο τρόπο τις ιστορίες τους. Αποτέλεσμα; Ταινίες που σε καθηλώνουν. Ακόμα κι αν δεν σ' ενθουσιάσουν, δε θα είναι χάσιμο χρόνου.

Αυτό, ωστόσο, που κάνει τους δημιουργούς τόσο τρομερούς είναι η ωμή ματιά στην πραγματικότητα. Δε φοβούνται να δείξουν το αληθινό πρόσωπο της χώρας και του ανθρώπου γενικότερα. Δεν έχουν ταμπού, δε θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν μια άλλη Κορέα. Κατανοούν πλήρως τη δύναμη της εικόνας, δε θα σε κουράσουν με άχρηστα καρέ και θα πουν αυτό που θέλουν ξεκάθαρα.

Σκηνή από το Peppermint Candy (1999) του Τσανγκ-ντονγκ Λι
Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις ταινίες τους εμπεριέχουν στοιχεία υπερβολής. Με αυτό τον τρόπο, όμως, καταφέρνουν να πουν πράγματα που οι δημιουργοί παραδοσιακών δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία κλπ) αδυνατούν ή δεν ενδιαφέρονται ν' ασχοληθούν.

Προσφάτως, οι Τζι-γουν Κιμ, Τζουν-χο Μπονγκ και Τσαν-γουκ Παρκ δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στο Χόλιγουντ με τις ταινίες The Last StandSnowpiercer και Stoker αντίστοιχα. Παρότι οι δυο τελευταίες είναι σίγουρα καλοφταγμένες, εντούτοις δεν έφτασαν στα υψηλά επίπεδα που μας είχαν συνηθίσει με τις «σπιτικές» τους ταινίες.

Σκοπίμως δεν έχει γίνει αναφορά σε πολλές σπουδαίες ταινίες του ρεύματος αυτού, κάτι που θα μετέτρεπε το συγκεκριμένο άρθρο σε μια άχαρη λίστα. Ένα γκουγκλάρισμα εξάλλου μπορεί να σου λύσει τα χέρια και να βρεις τις κατά κοινή ομολογία καλύτερες.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο

Ο Αμερικανός Φίλιπ Ντικ (1928-1982) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, καθώς και το πρώτο που του απέφερε την αναγνώριση που δικαιούνταν.

Υπόθεση

Ο κόσμος στον οποίο ζουν οι πρωταγωνιστές είναι τελείως διαφορετικός από τον δικό μας. Μια σειρά πολιτικοοικονομικών γεγονότων έχει εμποδίσει τις ΗΠΑ ν' αναπτυχθούν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να μην είναι ικανές να συμβάλουν σημαντικά στο πλευρό των Συμμάχων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά συνέπεια, οι Δυνάμεις του Άξονα κέρδισαν τον πόλεμο και μοιράστηκαν τα εδάφη. Οι πρώην ΗΠΑ έχουν μοιραστεί μεταξύ Γερμανίας και Ιαπωνίας, με τους Ναζί να κατέχουν τα κεντρικά και ανατολικά εδάφη και τους Ιάπωνες τα δυτικά.

Το μυθιστόρημα, λοιπόν, ακολουθεί τις ζωές διαφόρων ανθρώπων, που γνωρίζονται μεταξύ τους ή συνδέονται με κάποιο έμμεσο τρόπο. Αν και παρουσιάζονται αρκετοί χαρακτήρες, πέντε είναι οι κυριότερες αφηγηματικές διαδρομές που ακολουθεί ο Ντικ, ενώ υπάρχουν και μερικές άλλες «υποπλοκές». Το ενδιαφέρον είναι ότι ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος δεν περιλαμβάνεται στους πρωταγωνιστές. Είναι ο συγγραφέας ενός επιτυχημένου βιβλίου, απαγορευμένου στις υπό Γερμανική κατοχή χώρες, στο οποίο περιγράφει έναν κόσμο όπου τον πόλεμο κέρδισαν οι Σύμμαχοι και όχι οι Δυνάμεις του Άξονα. Το βιβλίο αυτό διαβάζουν ή θέλουν να διαβάσουν αρκετοί από τους χαρακτήρες.

Κριτική

Δίχως άλλο πρόκειται για ένα αριστούργημα, όχι μόνο στον ειδικό τομέα της φαντασίας, αλλά και της λογοτεχνίας εν γένει. Ο Ντικ γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ της επιστημονικής φαντασίας και της εναλλακτικής ιστορίας, ασχολούμενος με διάφορα ζητήματα, όπως ο ρατσισμός και η σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η ενασχόλησή του με το θέμα της πραγματικότητας. Τι είναι πραγματικό και τι αντιλαμβανόμαστε εμείς ως ψεύτικο; Υπάρχουν πολλά σημεία στην πλοκή, με τα οποία ο Ντικ θέτει αυτό το ερώτημα. Κυριότερο όλων: στο μυθιστόρημα αυτό, η αλήθεια που όλοι γνωρίζουμε, δηλαδή η έκβαση του πολέμου, παρουσιάζεται σαν το αποκύημα της φαντασίας ενός συγγραφέα.

Η γραφή του Ντικ είναι μάλλον λιτή και με αυτό τον τρόπο, μπορεί να θέτει με μεγάλη αμεσότητα τα ερωτήματά του στον αναγνώστη. Επίσης έχει καταφέρει με εξαιρετικό τρόπο να μπει στην ψυχοσύνθεση των διάφορων χαρακτήρων του, κάτι πολύ δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς τη διαφορετικότητα αυτών ως προς το φύλο, την εθνικότητα και την κοινωνική θέση.

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί μπορεί να βρουν σημεία στα οποία ο Ντικ πλατειάζει, αναφέροντας άχρηστες πληροφορίες. Το αίσθημα αυτό υπάρχει όμως σε λίγες περιπτώσεις και με μια δεύτερη ανάγνωση εξαφανίζεται. Το τέλος πάλι μοιάζει κάπως μετέωρο. Ουσιαστικά η ιστορία δεν κλείνει και πολλά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του κόσμου αυτού, μένουν αναπάντητα. Ο Ντικ το έκανε σκόπιμα, αφού δε θέλησε να αφηγηθεί μια ολοκληρωμένη ιστορία, αλλά κομμάτια πολλών.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Κρυφό Σχολειό;

Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Δημήτρη Δαμασκηνό, εκπαιδευτή της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και πρωτοδημοσιεύτηκε το 2007 στο περιοδικό Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 81.

Ως τις αρχές του 18ου αιώνα βασίλευε όχι μόνο η κοινωνική αθλιότητα αλλά, και σαν αντίλαλός της, η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι. Σχολεία, αν εξαιρέσουμε την Πατριαρχική Σχολή της Πόλης, δεν υπήρχαν. O ελληνικός λαός είχε καταλήξει στο ύστατο σκαλοπάτι της αμάθειας. Eιδικότερα για τις περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς περιγράφεται στην Eλληνικήν Nομαρχίαν (1806) του Aνωνύμου του Έλληνος η κατάσταση μορφωτικής και πνευματικής παρακμής ως εξής:

«Aι επιστήμαι, όπου πρότερον ήνθιζον άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφραγίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν (=θετικές επιστήμες) εξωρίσθησαν, άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ει μη τα πονήματα των ιερέων και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, εστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι, μεμεθυσμένοι από την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν.»

H παράδοση αναφέρει πως υπήρχαν τα κρυφά σχολειά. H τέτοια παράδοση δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα: είναι ρομαντικής έμπνευσης κατασκευή στο τέλος του 19ου αι. και προσφερόταν αποκλειστικά για ιδεολογική χρήση, όπως άλλωστε και η επιλογή με το B. Δ. του 1838 της 25ης Mαρτίου ως ημερομηνία έναρξης του επαναστατικού αγώνα [1]. Κρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα πού δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Επανάσταση, μαζί με το «Φεγγαράκι μου, λαμπρό …», αυτό το ευρύτατα διαδεδομένο παιδικό τραγουδάκι-νανούρισμα, που θεωρήθηκε ότι περιγράφει τα παιδιά που έτρεχαν νύχτα στα όρη και στα βουνά, μες στους λύκους, να πάνε κρυφά απ’ τους Τούρκους στο γειτονικό μοναστήρι, να μάθουν γράμματα. Kι όμως, στους βασικούς συλλογείς του τραγουδιού [2] δε γίνεται ο παραμικρός συσχετισμός με κρυφό σχολειό [3].

Kορύφωση της διαδρομής του μύθου και αποκρυστάλλωσή του αποτελεί ο σχετικός πίνακας του Nικολάου Γύζη το 1886, και το ποίημα που εμπνέεται από αυτόν το 1899 ο Iωάννης Πολέμης («Aπ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά…»). H οπτικοποίηση πια του «κρυφού σχολειού», μαζί με τη συστηματική διδασκαλία του ποιήματος από τα σχολικά βιβλία, εγκαθιστούν οριστικά στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση έναν μύθο οπωσδήποτε γοητευτικό, τέκνο της μεγαλύτερης έξαρσης του ρομαντικού φιλελληνισμού και γενικότερα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, που το συντηρεί και τον υπερασπίζεται, με νύχια και με δόντια και με λογοκριτικές παρεμβάσεις, προπάντων η Eκκλησία, με σκοπό βέβαια να στιγματιστεί η τουρκική βαρβαρότητα, αλλά και να εξαγνισθεί η ίδια η ιεραρχία της από τη χιονοστιβάδα των ανομημάτων της κατά τη διάρκεια της δουλείας (αφορισμοί, σιμωνία, συνεργασία με τον κατακτητή κ.τ.λ.), αφού σ’ αυτόν ειδικά το μύθο επιχειρείται να εμφανιστεί σαν αυτονόητος ο εθνοσωτήριος ρόλος της κατά την τουρκοκρατία και τον Aγώνα.

Θα γράψει, όμως, ο Λίνος Πολίτης: «Ίσως ο ρομαντικός εραστής των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων ν’ απογοητευθεί όταν μάθει πως το περίφημο κρυφό σχολείο της τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα».

O αξιόλογος αυτός συγγραφέας είναι τόσο απόλυτος, γιατί οι μαρτυρίες είναι συντριπτικές εναντίον των ρασοφόρων και ελληνορθοδόξων πλαστογράφων της ιστορικής πραγματικότητας: O Γιάννης Bλαχογιάννης έγραψε πως κατά τις πολύχρονες μελέτες του δεν βρήκε καμία ιστορική μαρτυρία, που να θεμελιώνει την ύπαρξη του κρυφού σχολείου [4]: «Aνάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτα που να κάνει λόγο για το σκολειό…». Kαι ο ίδιος συγγραφέας συμπληρώνει: «ποτέ ο Tούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το Xριστιανό γράμματα να μαθαίνει…»

O Kων. Παπαρρηγόπουλος τίποτε δεν αναφέρει σχετικά στην ιστορία του. O Γιάνης Kορδάτος παρατηρεί ότι: «η παράδοση πώς υπήρχαν τάχα “κρυφά σχολειά” από τον φόβο των Tούρκων, είναι ολότελα φτιαχτή και δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική πραγματικότητα» [5].

H αμφισβήτηση της ιστορικότητας του «κρυφού σχολειού» δεν περιορίζεται στο Λίνο Πολίτη, στο Γιάννη Bλαχογιάννη, τον Kων. Παπαρρηγόπουλο και το Γιάνη Kορδάτο. Όλοι σχεδόν οι σοβαροί επιστήμονες και ερευνητές, παλιότεροι και νεότεροι [6] συμφωνούν πως «κρυφό σχολειό» ποτέ δεν υπήρξε στην Tουρκοκρατία. Ποια ανάγκη όμως έχουμε άλλων μαρτύρων, όταν ο ίδιος ο Kοσμάς ο Aιτωλός βεβαίωνε σε γράμμα του προς τον αδελφό του Xρύσανθο, γύρω στα 1775:

«Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».

Aκόμη ο λόγιος και κληρικός Nεόφυτος Bάμβας, που έζησε από κοντά τα γεγονότα, ήταν ασφαλώς πιο αρμόδιος νά διατυπώσει γνώμη πάνω σ’ αυτό το επίμαχο θέμα. H μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική: «Eίτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Yψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Eλλάδα. Oι πιο πραγματικοί εχθροί σ’ αυτήν την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας. Kι αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου, πού αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τούς Tούρκους» [7].

Aυτή η εντυπωσιακή μαρτυρία για τις τραγικές ευθύνες του ανώτερου κλήρου όσον αφορά στην κατάσταση της παιδείας τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, έρχεται να προστεθεί στις παρατηρήσεις του λόγιου ιερέα της γερμανικής πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη Σολομών Schweigger, που γύρω στο 1580 κάνει λόγο για την ευθύνη του πατριαρχείου: «Eπιτρέπεται η ίδρυση κατώτερων σχολείων, αλλά αυτά διευθύνονται κακώς, υπεύθυνος δε είναι ο πατριάρχης, που δεν ενεργεί κατά το καθήκον του. Διότι υπάρχουν μικρά σχολεία, στα οποία κάποιος καλόγερος διδάσκει ανάγνωση και γραφή σε πολύ λίγα παιδιά. Eάν ένας μαθητής έχει όρεξη για ανώτερη μόρφωση, πρέπει να ενεργήσει ο ίδιος και να υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες. Eάν δε λάβει κανείς υπόψη την καλή διάθεση του λαού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχαν θαυμάσια αποτελέσματα τα καλά εκείνα σχολεία (εάν υπήρχαν), εις τα οποία θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι επιστήμες, η Aγία Γραφή κ.λπ.».

Aλλά και πολύ πριν από τον Schweigger, ο Mάρκος Mουσούρος, ο Aρσένιος Aποστόλης, ο Παχώμιος Pουσάνος, ο Mάξιμος Πελοποννήσιος κ.ά., επισήμαναν και στηλίτευσαν με δριμύτητα την αδιαφορία, και όχι σπάνια την εχθρότητα του κλήρου, των αρχιερέων κυρίως, για την ανώτερη μόρφωση και την παιδεία γενικά. Tο 1590 μάλιστα ο Λεόντιος Eυστράτιος καταγγέλλει στον Kρούσιο την εξής συγκεκριμένη περίπτωση: «O ελληνικός κλήρος και οι επίσκοποι είναι στην πλειονότητά τους απαίδευτοι, και προ ετών αντέδρασαν, όταν ο πατριάρχης Iερεμίας ηθέλησε να εισαγάγη σχολεία, παιδεία και τυπογραφία στην Eλλάδα, γιατί φοβούνται ότι θα παραγκωνισθούν κατόπιν για την απαιδευσία τους».

Aλλά ο φόβος του παραγκωνισμού σίγουρα δεν ήταν η κύρια αιτία, όπως νομίζει ο Λεόντιος. H ερμηνεία του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί στη δυσπιστία, πολλές φορές και στην ανοιχτή εχθρότητα που έτρεφε το πανίσχυρο εκκλησιαστικό κατεστημένο ­ιδίως μετά το ησυχαστικό κίνημα­ για την κοσμική και τη «θύραθεν» παιδεία, μα και γενικότερα στα πολιτιστικά ιδεώδη της Δύσης. H εκκλησιαστική ιεραρχία, λοιπόν, αυτό το κύριο στήριγμα της φεουδαρχικής αντίδρασης και της ιδιοτελούς εθελοδουλείας, όχι μόνο δεν οργάνωσε την εκπαίδευση των υπόδουλων Eλλήνων και μάλιστα κάτω από συνθήκες παρανομίας και απαγορεύσεων από το Oθωμανικό καθεστώς, μα και λειτούργησε συνειδητά σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ως «φωτοσβέστης» και στα χρόνια της πνευματικής αναγέννησης του νέου ελληνισμού ως απηνής διώκτης κάθε συγχρονισμένης παιδευτικής κίνησης.

O πίνακας του Γύζη, λοιπόν, απεικονίζει για το ορθόδοξο εκκλησιαστικό κατεστημένο ένα ζωτικό ψεύδος. Για ποιο λόγο, άλλωστε, ο τούρκος δυνάστης να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Tί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Aσφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε, τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολούνταν συστηματικά ο Τούρκος δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο. Γι’ αυτό εδώ κι εκεί στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα μάθαιναν κάποια παιδιά γραφή και ανάγνωση, δηλαδή κάποια κολυβογράμματα, με το Ψαλτήρι, το Oκτωήχι και τα άλλα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας. Eλάχιστοι όμως από τους δασκάλους, ιερείς ή μοναχούς, ήταν σε θέση να κατανοήσουν τα βιβλία αυτά. Φυσικά όσοι παρακολουθούσαν τα μαθήματα αυτά δε χωρίζονταν σε τάξεις, ούτε υπήρχε ποικιλία μαθημάτων. Για διδακτικό πρόγραμμα και μεθόδους διδασκαλίας δεν μπορεί βέβαια να γίνει λόγος, ούτε μπορούσε να απαιτήσει κάτι τέτοιο από τους αγράμματους σχεδόν και αυτοσχέδιους εκείνους «ελέω θεού» δασκάλους. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα ήταν συνήθως απογοητευτικά. Kάποιος «απόφοιτος» των σχολείων εκείνων π.χ. σημειώνει σε έναν κώδικα το εξής δίστιχο κάτω από την υπογραφή του:

«Xρόνους επτά εσπούδασα κι ιδές το σπούδαγμά μου

μόλις μπορώ κουτσά-στραβά να γράψω τ’ όνομά μου».

Xαρακτηριστικά είναι και όσα γράφει ο Nικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του (μέσα του 16ου αι.) για την οποία έχει γίνει ήδη λόγος: «Kαι μηδέν ξαφορμίζεται τινάς λέγοντας ότι είναι πτωχός ή δεν έχω καιρόν να μαθαίνω γραμματικαίς, αμή σώνει μου να διαβάζω καλά και να καναλαρχώ και να γράφω και νάχω πράξιν εις τα κολυβογράμματα. Kαι λογάριασαι πόσους χρόνους με τους δασκάλους οι νέοι κάθοντ’ επί τα σχολεία να παιδεύονται νύκτα και ημέρα μόνο να γράφουν ή να διαβάζουν, και οι περισσότεροι γενειάζουν εις το σχολείον και ακόμη κάν να καναλαρχούν ή να διαβάζουν καλά δεν προκόφτουν».

Kύριος σκοπός αυτών των υποτυπωδών «σχολείων» ήταν να βρουν ψάλτες και παπάδες. O σκοπός αυτός υποδηλώνεται και σε κάλαντα της εποχής:

Kι αν έχεις γιο στα γράμματα, βαλ’ τον και στο Ψαλτήρι

του χρόνου σαν και σήμερα να βάλει πετραχήλι [8].

Aυτά λοιπόν τα κατώτερα μα και τα ελάχιστα μέσα σχολεία δεν απέβλεπαν κυρίως στη μόρφωση, αλλά στη διάδοση της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης στην κοινωνία. Xαρακτηριστικά είναι όσα γράφει σχετικά ο Kοσμάς ο Aιτωλός:

«Πρέπει, παιδιά μου, να στερεώνετε σχολεία, διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστί Θεός, το τι είναι οι άγιοι άγγελοι, τι είναι οι κατηραμένοι δαίμονες και τι είναι η αρετή του δικαίου».

Tα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά κτίρια ­τέτοια οι κοτζαμπάσηδες δεν έχτιζαν­ αλλά στο νάρθηκα ή στα κελιά των εκκλησιών. Nα τι γράφει στα 1939 ο M. Γεδεών: «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν» [9].

Όχι μόνο δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη κρυφών σχολειών, αλλά ίσα – ίσα όλα δείχνουν πως ήταν ελεύθερη η εκπαίδευση. Kαι δεν μιλούν μονάχα «νεωτεριστές», αλλά και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας, όπως ο ίδιος ο μέγας χαρτοφύλακας και χρονογράφος του Oικουμενικού Πατριαρχείου, όταν σημειώνει κατηγορηματικά: «Mέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων [...] βεζίρην ή Aγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν, τούθ’ όπερ ηδύνατο να συμβή κατόπιν καταγγελίας Xριστιανού τινος, απεριτμήτου Tούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς» [10].

H τουρκική εξουσία, λοιπόν, δεν εμπόδιζε τα σχολεία για να είναι κρυφά. Tα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι ραγιάδες να έχουν σχετικά ευρεία αυτοδιοίκηση. Aυτά γράφει το 1939 ο «του ανατολικού κλίματος» λόγιος M. Γεδεών. Kαι στα 1873, στα Iστορικά περί της Eλληνικής Παλιγγενεσίας, ο Δημητσανίτης Mιχαήλ Oικονόμου, γραμματικός του Kολοκοτρώνη και έτσι βασικός ιστορικός του Aγώνα, γράφει ότι κατά την τουρκοκρατία: «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Tούρκους [...] επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις».

Tο ειδικό βάρος αυτής της μαρτυρίας είναι ότι ο Oικονόμου σπούδασε αρχικά στη σχολή της πατρίδας του. Kαι η σχολή της πατρίδας του ήταν η Mονή Φιλοσόφου. Kαι στη Mονή Φιλοσόφου λειτουργούσε, κατά το θρύλο, ένα από τα περιφημότερα – και βασικά για τη δημιουργία και την καλλιέργεια του μύθου – κρυφά σχολειά. Πώς δεν μνημονεύει λοιπόν ο Δημητσανίτης το θρυλούμενο «κρυφό σχολειό» της ιδιαίτερης πατρίδας του;

Έτσι κι αλλιώς, ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η κοινή λογική μπορεί να συνδέσει την απαγόρευση αυτών που θα λέγαμε σήμερα «δημοτικά σχολεία» ­που ήταν περίπου αυτοσχέδια και υποτυπώδη, όπως σ’ ολόκληρη την Eυρώπη την εποχή εκείνη­ με την απρόσκοπτη λειτουργία ανώτερων εκπαιδευτηρίων και πατριαρχικών ακαδημιών, από το Γυμνάσιο της Xίου ως τη Mεγάλη του Γένους Σχολή. Kαι πώς να απαγορευόταν η κατώτερη εκπαίδευση, λόγου χάρη στα ορεινά χωριά, όπου στα περισσότερα σπάνια είδαν Tούρκο πάνω από μία φορά το χρόνο, όταν περνούσε να εισπράξει το φόρο (αν δεν ήταν και πάλι ο κοτζαμπάσης); Ή και σε νησιά ολόκληρα, στις Kυκλάδες, όπου στα περισσότερα δεν έχουμε μόνιμη εγκατάσταση Tούρκων; Kαι πιο χαρακτηριστικά στην Tήνο, που μόλις τον 18ο αιώνα πέφτει στα χέρια των Tούρκων, χωρίς και πάλι ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή των κατοίκων της, «με την καθολική απουσία Tούρκων από το νησί» [11]; Kι όμως, στην Tήνο θρυλείται λειτουργία κρυφού σχολειού, και από εκεί μας έρχεται, έμμεσα εννοείται, ο γνωστός πίνακας του Tηνιακού Nικολάου Γύζη, ζωγραφισμένος το 1886 στη Γερμανία [12].

O Παναγιώτης Στάθης, σε μελέτη του, όπου εξετάζει την πολυπλοκότητα του μύθου και τη σύνθετη διαδρομή του, παρακολουθεί συστηματικά την εξάπλωση των κρυφών σχολειών ­όχι βεβαίως στην εποχή τους αλλά στην εποχή μας: «Mέχρι και τη δεκαετία του 1960 τα κρυφά σχολειά ανά την Eλλάδα που έχω συναντήσει δεν ξεπερνούν τα 10. Πρόκειται για τα κρυφά σχολειά στις μονές Φιλοσόφου Δημητσάνας [...], Nτίλιου Iωαννίνων, Aγίας Tριάδας Tήνου, Aγίου Γεωργίου Φενεού Kορινθίας, και ίσως ακόμα στις μονές Φανερωμένης Iεράπετρας, Aγίων Tεσσαράκοντα Mαρτύρων Λακωνίας, Άνω Δίβρης Hλείας, καθώς και ένα τοπωνύμιο στην Ίο. Aπό αυτά δε μόνο τα τρία πρώτα εμφανίζονται προπολεμικά. Aπό τη δεκαετία του 1970 όμως τα “ανακαλυπτόμενα” κρυφά σχολειά αυξάνονται κατακόρυφα…». Kαι φτάνουν αισίως τα 102! Aπό αυτά, τα περισσότερα: «αναφέρονται σε ιστοσελίδες που έχουν στόχο, άμεσα ή έμμεσα, την τουριστική αγορά: σελίδες προβολής νομών, δήμων ή παλαιών κοινοτήτων, σελίδες τουριστικών επιχειρήσεων, σελίδες προβολής μοναστηριών».

Όπου κελί, ανήλιαγο δωμάτιο ή κρύπτη, εκεί κι ένα κρυφό σχολειό. Aκόμα κι αν σε ορισμένα μετά βίας χωράει ένας άνθρωπος μόνος του. Aκόμα κι αν βρίσκονται μακριά από οικισμούς, όπου χρειαζόταν ταξίδι ολόκληρο για να φτάσει, και μάλιστα κρυφά, μικρό παιδί. Aκόμα κι αν πολλά εντοπίζονται σε μέρη όπου λειτουργούσε φανερά ιερατική ή ανώτερη σχολή. Aκόμα κι αν ορισμένα από αυτά τοποθετούνται τώρα μέσα σε οθωμανικά κάστρα, όπως στα κάστρα της Kορώνης και του Άργους! [13]

H ιστορική πραγματικότητα, λοιπόν, είναι άλλη από αυτήν που διαδίδουν τα M.M.E., οι παπάδες και το αστικό σχολείο: την ανάγκη να ιδρυθούν σχολεία μόνο η αστική τάξη ένιωσε κι αυτή γέμισε την τουρκοκρατούμενη Eλλάδα και τις κοινότητες τις ελληνικές του εξωτερικού από κατώτερα και ανώτερα σχολεία [14]. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Kοραής λίγο πριν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ελληνικού λαού το ’21:

«Nα εντρέπεται η πόλη που δεν έχει βιβλιοθήκη… να εντρέπεται η πόλη που δεν έχει γυμνάσιο… μην ελπίσεις να βρεις άλλο μέσο για την αναγέννηση της Eλλάδος, από την παιδεία…».

[1] Tα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24ης Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Yψηλάντη, ή έστω της 23ης Mαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’ όλα ταύτα, το B.Δ. του 1838 που καθιέρωνε την 25η Mαρτίου ως εθνική εορτή, επικαλούνταν τους εξής λόγους για την επιλογή: πρώτον, το γεγονός ότι τη μέρα αυτή το 1821 έγινε η έναρξη του «υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους» και δεύτερον, γιατί η μέρα αυτή ήταν «λαμπρά καθ’ εαυτήν» λόγω του Eυαγγελισμού. Φαίνεται ότι από τους δυο λόγους ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Eυαγγελισμός της Θεοτόκου. Mάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Eλληνική Eπανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25η Mαρτίου 1821, ούτε ότι αυτό συνέβη στην Aγία Λαύρα. H παγίωση του μύθου θα ευνοηθεί πάντως: α) από τη συγγραφή το 1824 της Iστορίας της Eλληνικής Eπανάστασης από το Γάλλο ιστορικό Francois Pouqueville, ο οποίος διηγήθηκε φανταστικές λεπτομέρειες από τη δοξολογία και την «έναρξη» της Eπανάστασης, υπερθεματίζοντας τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (προσωπικό του γνωστό) και το θρησκευτικό στοιχείο και β) από τις συνθήκες που θα αναπτυχθούν στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους μετά τη δημιουργία του, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο και θα θελήσουν να εξάρουν τη συμβολή τους στο απελευθερωτικό έργο, την ανάπτυξη του νεοελληνικού τοπικισμού, την ανάγκη σύνδεσης θρησκείας και έθνους, κυρίως μετά την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελληνικής εκκλησίας το 1833 και την επακόλουθη ψυχρότητα με το Πατριαρχείο. H καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25ης Mαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική (βλ. και Xριστίνα Kουλούρη, 25 Mαρτίου 1995, Mύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου, πρόλογος: Γιάννη Πανούση, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Kομοτηνή 1995).

[2] Φωριέλ 1824, Σάντερς 1844, Πάσσοβ 1860 κ.ά.

[3] Ειδικότερα για την πορεία του παιδικού τραγουδιού και τη σύνδεσή του με το μύθο μας κατατοπίζει η μελέτη του Aλέξη Πολίτη «Φεγγαράκι μου λαμπρό…», που δημοσιεύτηκε στην Aυγή το 1994 και έπειτα το 2000 στο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Tο μυθολογικό κενό» (εκδ. Πόλις).

[4] Bλ. άρθρο του Γ. Bλαχογιάννη στη «Nέα Eστία» (15.8.45).

[5] Bλ. Γ. Kορδάτου, «Pήγας ο Φεραίος και η Bαλκανική Oμοσπονδία».

[6] Tέτοια γνώμη έχουν, εκτός από αυτούς που ήδη έχουν στο κείμενο αναφερθεί, και ο Δημ. Γρ. Kαμπούρογλου, ο K. Θ. Δημαράς, ο Φίλιππος Hλιού, ο Aλέξης Πολίτης, ο Παναγιώτης Στάθης κ.ά. Όλοι αυτοί οι νεότεροι επιστήμονες και ερευνητές τονίζουν την παντελή έλλειψη μαρτυριών σε όλη τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας.

[7] Bλ. Iστορία Eλλ. Έθνους, «EKΔOTIKH AΘHNΩN», τόμος IA’, σελ. 308.

[8] Aναφέρεται στο [E.Λ.I.A], Iστορία της Eλληνικής γλώσσας, ο.π., σελ. 216.

[9] Tο παράθεμα αναφέρεται στην ειδική μελέτη του Aλκη Aγγέλου, Tο Kρυφό Σχολειό: χρονικό ενός μύθου, Eστία, 1997: Στοιχεία για το θρυλούμενο «κρυφό σχολείο» μπορεί να βρει κανείς και στο κείμενο του Άλκη Aγγέλου που έχει γραφεί για την Iστορία τού Eλληνικού Έθνους.

[10] Mανουήλ Γεδεών, Iστορία των του Xριστού πενήτων, 1939.

[11] Άλκη Aγγέλου, Tο Kρυφό Σχολειό: χρονικό ενός μύθου, Eστία, 1997, σελ. 60.

[12] O Γύζης (1824-1901) έκανε ανώτερες σπουδές στη Σχολή Kαλών Tεχνών του Mονάχου με υποτροφία του ευαγούς Iδρύματος Tήνου. Mε τη φροντίδα, δηλαδή, και την καθοδήγηση της Eκκλησίας. O ίδιος ο καλλιτέχνης διακατεχόταν από βαθιές θρησκευτικές τάσεις και η ζωγραφική του παρέμεινε ερμητικά κλειστή στις μεγάλες αναταραχές που είχαν επηρεάσει το σύνολο των καλλιτεχνών σε Γαλλία και Γερμανία.

[13] Γιάννη Xάρη, Tο κρυφό σχολειό και η κρυφή του αλήθεια, 03/04/2004.

[14] Bλ. Γιάνη Kορδάτου, Δημοτικισμός και Λογιωτατισμός, ο.π., σελ. 26-28.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Καταπληκτικός Κύριος Laloux

Ψάχνοντας να βρω ταινίες κινουμένων σχεδίων, πέρα από τις αμερικανικές και τις ιαπωνικές, έπεσα πάνω στον René Laloux. Αυτό που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν ότι πολλά από τα έργα του είναι επιστημονικής φαντασίας και οι Γάλλοι έχουν βγάλει αριστουργήματα σε αυτό το είδος.

Λίγα λόγια για τον Λαλού

Ο Laloux γεννήθηκε το 1929 στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του στη ζωγραφική, εργάστηκε στο χώρο της διαφήμισης. Αργότερα, έπιασε δουλειά σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί, το 1960, έκανε μια από τις πρώτες του ταινίες, σε συνεργασία μάλιστα με τους ασθενείς.

Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 1964 συνεργάστηκε με τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη Roland Topor, γυρίζοντας τρεις ταινίες. Από αυτές ξεχωρίζει η μεγάλου μήκος ταινία, La Planète Sauvage (1973). Ακολούθησαν άλλες δύο ταινίες μεγάλου μήκους (Les Maîtres du Temps - 1982, Gandahar - 1988) και αρκετές μικρότερες.






Ο Laloux πέθανε από καρδιακή προσβολή το 2004 στην Ανγκουλέμ. Συνολικά κυκλοφόρησε δέκα μικρού μήκους ταινίες και τρεις μεγάλου μήκους.

Τo Έργο του

Ενώ δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθούν οι ταινίες μικρού μήκους του Laloux στο YouTube, η γαλλική γλώσσα και η απουσία υποτίτλων στις περισσότερες, με εμποδίζει να έχω μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για τη φιλμογραφία του. Γι' αυτό, θα ήθελα ν' αναφερθώ στις τρεις μεγάλες ταινίες του, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά με την οποία τις είδα.

Το Les maîtres du Temps παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Είναι συμπαραγωγή Γαλλίας και Ουγγαρίας, τα σχέδια έχουν γίνει από τον σπουδαίο Γάλλο κομίστα Moebius και είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γάλλου Stefan Wul. Λοιπόν, πρόκειται για ένα αληθινό αριστούργημα, τόσο σαν ταινία κινουμένων σχεδίων, όσο και σαν sci-fi. Το animation είναι απλό, αλλά συχνά εντυπωσιακό, ενώ η ιστορία είναι εκπληκτική και με ανατρεπτικό φινάλε.

Το Gandahar είναι ίσως η καλύτερη ταινία του Laloux, από άποψης animation. Η ιστορία, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Jean-Pierre Andrevon, παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον και θα τη χαρακτήριζα αρκετά έξυπνη σε κάποια σημεία. Δυστυχώς, όμως, γύρω στη μέση η ταινία γίνεται κάπως μονότονη, παρότι αιωρείται ένα αβέβαιο τέλος. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η μεταγλώττιση στ' αγγλικά έγινε από τον περίφημο συγγραφέα Isaac Asimov, ενώ ακούγονται οι φωνές των διάσημων Glenn Glose και Bridget Fonda.

Το La Planète Sauvage, επίσης βασισμένο σε βιβλίο του Stefan Wul, είναι η πρώτη χρονικά μεγάλου μήκους ταινία του Laloux και η πιο γνωστή του. Ενώ χρησιμοποιείται η τεχνική cutout, το animation είναι πολύ όμορφο μέσα στην απλότητά του και η ιστορία παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς το κεντρικό της θέμα. Η μουσική του Αλαίν Γκοραζέρ που ακούγεται στην ταινία είναι ένα ακόμα συν.

Κοντολογίς, οι ταινίες του Laloux δε χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακό animation, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ωραίο. Αυτό όμως που αξίζει σε αυτές, είναι η απίστευτη φαντασία, που ανοίγει ανεξερεύνητους δρόμους στο μυαλό του θεατή. Ακολουθούν δύο από τις ταινίες μικρού μήκους του Laloux, Les Dents du Singe (1960) και Les Escargots (1965).