Περάστε μέσα, παρακαλώ, μη στέκεστε στην πόρτα!

Καλώς όρισες στο προσωπικό μου blog. Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι για τον τίτλο, αυτός έχει προέλθει από το τραγούδι "Πάρτυ στον 13 Όροφο" των Τρυπών (κατά την ταπεινή μου άποψη, το κορυφαίο ελληνικό ροκ συγκρότημα).

Σε αυτή την ιστοσελίδα σκοπεύω να αναρτώ γνώμες, ειδήσεις και αφιερώματα ποικίλης ύλης. Κυρίως, όμως, θα ήθελα και τη δική σου συμμετοχή για τα θέματα που σ' ενδιαφέρουν! Θα πρέπει ωστόσο να σέβεσαι τις απόψεις του υπογράφοντος, αλλά και των άλλων συνομιλητών. Αλλιώς, οι αγαπητοί κύριοι Vega και Winnfield, θ' αναλάβουν δράση...

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Skip James - Ο Μπλούζμαν από την Μπεντόνια

Ο Nehemiah Curtis "Skip" James (Νιεμάια Κέρτις "Σκιπ" Τζέιμς) ήταν μουσικός της μπλουζ, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των Delta blues* και του είδους γενικότερα. Τραγουδούσε, έπαιζε κιθάρα και πιάνο και έγραφε τους στίχους των τραγουδιών του. Η αρχή της καριέρας του συνέπεσε με την Οικονομική Ύφεση του 1929 και για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε στην αφάνεια. Πολλά χρόνια αργότερα οι ηχογραφήσεις του "ανακαλύφθηκαν" και με τον τρόπο αυτό βοήθησε την αναγέννηση των μπλουζ.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Τζέιμς γεννήθηκε to 1902 στην Μπεντόνια, μια μικρή πόλη στην Πολιτεία του Μισισίπι. Μεγάλωσε σε μια φυτεία, το μόνο παιδί ενός ιερέα, πρώην λαθρέμπορα οινοπνευματωδών ποτών. Αργότερα, μιλούσε τόσο με απαξιωτικά, όσο και νοσταλγικά λόγια για τη ζωή του στη φυτεία. Ο μικρός Σκιπ** μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έντονο το στοιχείο της μουσικής, καθώς ο πατέρας του έπαιζε κιθάρα και όργανο.

Η μοναδική φωτογραφία του Σκιπ Τζέιμς στα νιάτα του
Στην ηλικία των οχτώ απέκτησε την πρώτη του κιθάρα και επηρεαζόμενος από μουσικούς της περιοχής του, εξελίχτηκε σε αυτοδίδακτο μουσικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έγινε εργάτης σε κατασκευές αντιπλημμυρικών αναχωμάτων και έγραψε το πρώτο του τραγούδι (Illinois Blues) σχετικά με τις εμπειρίες του. Αργότερα, έγινε αγρολήπτης και έμπορος παράνομου ουίσκι. Στο διάστημα αυτό ανέπτυξε το παίξιμο κιθάρας με τρία δάκτυλα, μια τεχνική που τον χαρακτηρίζει ως μουσικό. Εκτός αυτού ξεκίνησε να παίζει πιάνο, εμπνεόμενος από τον μπλούζμαν Little Brother Montgomery.

Η αρχή και το (προσωρινό) τέλος της καριέρας

Το ταλέντο του Τζέιμς αναγνωρίστηκε από τον μουσικό παραγωγό H.C. Speir, γνωστό για την προώθηση πολλών άλλων σπουδαίων μορφών της μπλουζ, όπως των Τσάρλι Πάτον και Ρόμπερτ Τζόνσον. Το 1931, με μόνες αποσκευές μια κιθάρα και $13, ταξίδεψε στο Ουισκόνσιν, όπου ηχογράφησε 17 κομμάτια για την Paramount Records. Ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, ηχογράφησε και μερικά σπιρίτσουαλς, «ανακατεύοντας» σε αρκετά τραγούδια τα δύο είδη. Επιπλέον, πέρα από τις δικές του συνθέσεις ηχογράφησε και επανεκτελέσεις. Πολλά από εκείνα τα τραγούδια, συμπεριλαμβανομένων των Hard Time Killing Floors, Devil Got my Woman και 22-20 Blues, θεωρούνται σήμερα κλασικά τραγούδια της μπλουζ.


Λόγω της οικονομικής κρίσης, αποκόμισε ελάχιστα οικονομικά οφέλη, ενώ παράλληλα πολύ λίγα αντίτυπα των δίσκων του πωλήθηκαν. Ως αποτέλεσμα δε γνώρισε την αναγνώριση από το ευρύ κοινό και απογοητευμένος εγκατέλειψε τη μουσική. Εργάστηκε ως ιερέας στο Ντάλας, αλλά και ως εργάτης σε διάφορες βιομηχανίες του Μισισίπι.

Επανανακάλυψη και τελευταία χρόνια

Το 1964, πάνω από τριάντα χρόνια μετά τη θρυλική εκείνη ηχογράφηση, ο Τζέιμς ανακαλύφθηκε από τους Henry Vestine, John Fahey και Bill Barth, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι μουσικοί και οπαδοί των μπλουζ. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου τραγούδησε στο σημαντικό Newport Folk Festival, με άλλους μπλούζμεν που είχαν «επανακαλυφθεί» πρόσφατα. Η εκ νέου ανακάλυψη του Τζέιμς και του Son House, που έγινε κι αυτή το 1964, αποτελεί σύμφωνα με πολλούς την αρχή της αναγέννησης των μπλουζ.


Στα μέσα της δεκαετίας ο Τζέιμς επανήλθε στα στούντιο, έχοντας πολλά νέα κομμάτια, αλλά και επανεκτελέσεις παλαιότερων δημιουργιών του. Ηχογράφησε δύο δίσκους (Today, Devil Got my Woman) που σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία. Ο Τζέιμς πέθανε από καρκίνο τον Οκτώβρη του 1969 στη Φιλαδέλφεια, όπου είχε εγκατασταθεί τρία χρόνια πριν.

Προσωπικότητα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτήρας του Σκιπ Τζέιμς. Έχει χαρακτηριστεί εγωμανής, ιδιαίτερα στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Σπανίως αντάλλασσε απόψεις με άλλους μπλούζμεν. Συνήθιζε δε να παίζει το ίδιο τραγούδι με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, ώστε να μην μπορούν να το αντιγράψουν. Είχε λάβει μια στοιχειώδη εκπαίδευση. Ανέπτυξε όμως έναν κάπως στομφώδη τρόπο ομιλίας, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του κινούμενη εγκυκλοπαίδεια.

Επιπροσθέτως, ήταν απόμακρος και κυκλοθυμικός. Σύμφωνα με τον Dick Spottswood, βιογράφο του, ο Τζέιμς «μπορούσε να είναι λιακάδα ή αστραπές και βροντές, αναλόγως το καπρίτσιο της στιγμής».

Κληρονομιά

Η επιρροή του Σκιπ Τζέιμς στη μουσική θεωρείται τεράστια. Μόνο και μόνο οι καλλιτέχνες της μπλουζ που επηρεάστηκαν ή έκαναν cover τα τραγούδια του, είναι αναρίθμητοι. Μεταξύ άλλων, είναι οι Ρόμπερτ Τζόνσον, Μάντι Γουότερς, Έλμορ Τζέιμς και Τζον Λι Χούκερ, μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές των μπλουζ.

Ο Skip James και ο συνάδελφος μπλούζμαν Mississippi John Hurt
Πολλοί είναι και οι μουσικοί άλλων ειδών, που χαρακτηρίζουν τον Τζέιμς ως σημαντική επιρροή. Διάφορα τραγούδια του έχουν γίνει cover, όπως τα He's a Mighty Good Leader (Beck) και I'm so Glad (Cream και Deep Purple). Το αγγλικό συγκρότημα 22-20s πήρε τ' όνομά του από το τραγούδι του 22-20 Blues. Ο τραγουδιστής Dion DiMucci κυκλοφόρησε το 2007 έναν δίσκο ονόματι Son of Skip James, ενώ oι Hope of the States κυκλοφόρησαν το τραγούδι Nehemia, εμπνευσμένο από τη ζωή του Τζέιμς. Ο Alan Wilson, τραγουδιστής των Canned Heat, τον θεωρεί ως τη σημαντικότερη επιρροή του στο στυλ τραγουδιού. Ο ίδιος είχε δηλώσει το 1965 πως ο Τζέιμς «είναι μακράν ο σπουδαιότερος τραγουδιστής της μπλουζ σήμερα». Τραγούδια του Τζέιμς έχουν εμφανισθεί και στη μεγάλη οθόνη.

_____ _____ _____
* Τα Delta blues αποτελούν ένα από τα παλαιότερα στυλ των μπλουζ. Αναπτύχθηκε στο βορειοδυτικό μέρος της πολιτείας του Μισισίπι, ανάμεσα στους ποταμούς Μισσισσιππή και Γιαζού, μια περιοχή γνωστή για την έντονη παρουσία της Αφρο-αμερικανικής κουλτούρας.

** Σύμφωνα με τον ίδιο, ποτέ δεν ασχολούνταν με κάτι ενδελεχώς ή για πολύ διάστημα και γι' αυτό ακριβώς του έβγαλαν το παρατσούκλι «Skip» (στ' αγγλικά σημαίνει πηδάω ή παραλείπω).

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Άγρια Ακρόπολη

Η Άγρια Ακρόπολη είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Νίκου Α. Μάντη, ενός υποσχόμενου νεαρού λογοτέχνη. Ένα ερεβώδες βιβλίο, το οποίο θέτει στον αναγνώστη σημαντικά ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας.

Υπόθεση

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια μελλοντική κοινωνία (για την ακρίβεια το 2159 μ.Χ.), η οποία είναι χωρισμένη σε δύο κατηγορίες πολιτών: τους Νεάντερταλ, αναστημένους προ-ανθρώπους, και τους Χόμο Σάπιενς, το ανθρώπινο δηλαδή είδος. Οι πρώτοι ζουν για να υπηρετούν, αποτελώντας το κατακάθι του κόσμου ή τουλάχιστον αυτή η άποψη επικρατεί. Οι δεύτεροι ζουν για να δίνουν τεστ, με στόχο την κοινωνική τους ανέλιξη. Η επιστήμη αποτελεί το κριτήριο των πάντων. Μόνο οι γενετικά ικανοί ανέρχονται στην κοινωνική πυραμίδα.

Στον κόσμο αυτό τα εθνικά κράτη έχουν καταργηθεί και στη θέση τους υπάρχουν οι Μητροπόλεις (Νέα Αθήνα, Νέο Λος Άντζελες, Νέο Πεκίνο κ.ο.κ.), τεράστιες πόλεις αυστηρά χωρισμένες σε επίπεδα. Οι Μητροπόλεις διοικούνται από παντοδύναμες εταιρείες και κάθε άνθρωπος ή Νεάντερταλ δουλεύει γι' αυτές.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Μάνο, ένας αναπάντεχα ταλαντούχος Νεάντερταλ, που παρά την ανωτερότητα που τον διακρίνει από τους υπόλοιπους του είδους του, παραμένει φυλακισμένος στο κατώτατο επίπεδο της Νέας Αθήνας. Ένα αναπάντεχο γεγονός, ωστόσο, θα αλλάξει ριζικά τη ζωή του. Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Αυτό θα το κρίνει ο καθένας.

Κριτική

Η αλήθεια είναι πως σε αρκετά σημεία το βιβλίο δεν είναι τόσο καλογραμμένο, παρά την ωραία και εύκολη ροή που διατηρεί, με αποτέλεσμα να κουράζει. Εκτός αυτού, η μυθοπλασία δεν τηρεί πάντοτε την απαιτούμενη συνέπεια. Υπάρχουν μερικές φορές που οι αρχικές της συμβάσεις αθετούνται, πράγμα που κάνει το μυθιστόρημα λιγότερο αληθοφανές.

Μολαταύτα, η Άγρια Ακρόπολη, εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα από τ' αριστουργήματα της ελληνικής επιστημονικής φαντασίας. Ίσως υπερβάλλω, καθώς δεν έχω διαβάσει πολλά βιβλία του είδους από Έλληνες συγγραφείς, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη το μυθιστόρημα αυτό είναι το ελληνικό 1984. Ο Μαντής κατάφερε να δημιουργήσει μια εξαιρετικά απόκοσμη ατμόσφαιρα, ένα εφιαλτικό μέλλον που ταλανίζεται από την ασυλλόγιστη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και παρότι η ιστορία εκτυλίσσεται περισσότερα από 100 χρόνια μετά, είναι ξεκάθαρα τα κρίματα του παρελθόντος, δηλαδή του δικού μας παρόντος.

Αυτό που ίσως είναι το πιο ερεθιστικό στην Άγρια Ακρόπολη είναι τα μυθοπλαστικά ευρήματα του Μαντή. Από την κλωνοποίηση Νεάντερταλ για τις χειρωνακτικές εργασίες και το Νέφος, τον τρισδιάστατο αντικαταστάτη του σημερινού Διαδικτύου, έως τα χαπάκια λογισμικού, που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση γνώσης, το συγκεκριμένο βιβλίο κάνει την φαντασία του αναγνώστη να καλπάζει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες! Μπορεί τα παραδείγματα που ανέφερα να φαίνονται λίγα, αλλά αυτό έγινε σκοπίμως, ώστε ν' ανακαλύψεις ο ίδιος ή η ίδια τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του Μάνο. Καλή ανάγνωση!

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Μίνι αφιέρωμα στον Larry "The Legend" Bird


Σαν σήμερα πριν από 21 χρόνια, οι Μπόστον Σέλτικς, η κατά κάποιους ιστορικότερη ομάδα του NBA, απέσυραν τη φανέλα με το νούμερο 33. Τη φανέλα που ανήκε στον θρυλικό Λάρι Μπερντ, έναν από τους καλύτερους αθλητές στην ιστορία του μπάσκετ. Με δυο κουβέντες, ο Μπερντ ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τον ρου του αθλήματος, από κοινού βέβαια με τον μεγάλο Μάτζικ Τζόνσον.


Ο Μπερντ απέδειξε με τον πιο βαρύγδουπο τρόπο, ότι για να παίξει κανείς στο NBA (και γενικότερα για να πετύχει τους στόχους του) απαιτούνται δύο πράγματα, πέρα από το ταλέντο: μυαλό και δουλειά. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως ο Μπερντ διέθετε περισσότερο αυτά τα δύο, παρά το ταλέντο. Όχι πως δεν είχε κι απ' αυτό. Απλώς ήταν η ώριμη σκέψη και τη σκληρή εργασία που τον εκτόξευσαν, με αποτέλεσμα να θεωρείται ο καλύτερος λευκός στην ιστορία του NBA και ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών.

Αρχικά, ας μιλήσουν οι αριθμοί. Ο Λάρι Μπερντ κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (1981, 1984, 1986), κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο του MVP των Τελικών δύο φορές (1984, 1986), αλλά και αυτό του MVP της κανονικής περιόδου τρεις φορές (1984, 1985, 1986). Πήρε μέρος σε 12 All Star Game, περιλήφθηκε 9 φορές στην κορυφαία πεντάδα του NBA, αναδείχτηκε ρούκι της χρονιάς το 1980 και κατέκτησε τρεις φορές την πρώτη θέση σε διαγωνισμούς τριπόντων (1986, 1987, 1988). Ολοκλήρωσε την καριέρα του έχοντας πάρει μέρος σε 897 αγώνες (όλους με τους Σέλτικς), με 24,3 πόντους, 10 ριμπάουντ, 6,3 ασίστ και 1,7 κλεψίματα ανά αγώνα. Να σημειωθεί επίσης πως κατατάσσεται πέμπτος σε τριπλ-νταμπλ, έχοντας 59, χωρίς να συνυπολογίζονται τα 10 που είχε σε αγώνες πλέι-οφ. Κοινώς, ήταν ο ορισμός του all-around παίκτη.

Για να συνειδητοποιήσει όμως κάποιος το μέγεθος και την αξία του The Legend πρέπει να κοιτάξει πέρα από τους αριθμούς. Δεν ήταν οι αριθμοί και οι επιδόσεις άλλωστε, που τον έκαναν τόσο δημοφιλή μεταξύ των φιλάθλων των Σέλτικς και του αθλήματος εν γένει. Ο Μπερντ ήταν ένας κορυφαίος επιθετικός και ένας πολύ καλός αμυντικός, παρότι υστερούσε σημαντικά σε αθλητικά προσόντα. Και όμως μπορούσε να κοιτάζει στα μάτια πιο ψηλούς και αθλητικούς μπασκετμπολίστες. Ήταν ατρόμητος και απέπνεε μια σιγουριά, που ενθάρρυνε τους συμπαίκτες του. Κυρίως όμως ήταν η άρνησή του να χάσει. Όλα αυτά μαζί, συνέβαλαν στη φήμη ενός από τους πιο clutch παίκτες στην ιστορία του NBA: όταν η μπάλα έκαιγε, δε δίσταζε να πάρει το τελευταίο σουτ, ενώ πολύ συχνά έπαιζε λυσσαλέα άμυνα.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Misery

Όντας φανατικός αναγνώστης του Στήβεν Κινγκ, δεν μπορούσα να παραβλέψω το Misery. Η ταινία αυτή είναι η μόνη βασισμένη σε έργο του Κινγκ που έχει βραβευτεί με Όσκαρ και παρόλα αυτά δεν είναι τόσο γνωστή (τουλάχιστον στην Ελλάδα), όσο Η Λάμψη και Το Πράσινο Μίλι. Το γεγονός αυτό σίγουρα κίνησε το ενδιαφέρον μου. Τελικά, η ταινία ήταν πολύ καλή και προσωπικά τη θεωρώ ένα από τα καλύτερα θρίλερ όλων των εποχών.

Υπόθεση

Ο Πωλ Σέλντον (James Caan) είναι ένας δημοφιλής συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνίστρια την Μίζερι Τσαστέιν. Όπως συνηθίζει γράφει το νέο του βιβλίο, στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί η Μίζερι, σε μια μικρή πόλη του Κολοράντο. Αφού το ολοκληρώνει, αναχωρεί για το σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Στην πορεία, ωστόσο, το αυτοκίνητό του βγαίνει από το δρόμο λόγω ισχυρής χιονοθύελλας. Διασώζεται από την πρώην νοσοκόμα Άννι Γουίλκς (Kathy Bates), η οποία τον πηγαίνει στο σπίτι της. Τα πόδια του Πωλ είναι σπασμένα και ο ένας ώμος του εξαρθρωμένος. Ως εκ τούτου είναι αναγκασμένος να μείνει στο απομονωμένο σπίτι της Άννι, ώσπου να κοπάσει η χιονοθύελλα και να αποκατασταθεί η επαφή με τον έξω κόσμο.

Κριτική

Δίχως άλλο, το πρώτο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς στην ταινία αυτή, είναι η ερμηνεία της Κάθυ Μπέιτς. Κυριαρχεί σε αυτήν και μας προσφέρει έναν από τους καλύτερους ψυχοπαθείς χαρακτήρες του κινηματογράφου. Η Μπέιτς βραβεύτηκε με το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού σε Δραματική Ταινία. Ακόμη πιο σημαντικό (ίσως) είναι το γεγονός ότι ότι ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει, η Άννι Γουίλκς, βρίσκεται στο νούμερο 17 των πιο εμβληματικών κακών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ο Τζέιμς Κάαν, περισσότερο γνωστός για το ρόλο του στο Νονό, παίζει επίσης πολύ καλά και αυτό αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Θα πρέπει βέβαια να σταθούμε σε δύο ακόμη χαρακτηριστικά που κάνουν τόσο καλή ταινία το Misery. Το ένα είναι η θαυμάσια σκηνοθεσία του Ρομπ Ράινερ, ο οποίος αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το απλό αλλά κλειστοφοβικό σενάριο του Κινγκ. Το άλλο είναι η στοιχειωτική φωτογραφία, έργο του Μπάρι Σόνενφελντ.

Η Κάθυ Μπέιτς σε μια
καθηλωτική ερμηνεία
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν σοβαρές γκάφες ή τρύπες στο στο σενάριο ή δεν ξέρω τι άλλο, ώστε να εστιάσουμε. Το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι το εξής: ο Κινγκ στο βιβλίο του μας δίνει περισσότερες πληροφορίες και γεγονότα, σχετικά με τη διαμόρφωση του ψυχοπαθούς χαρακτήρα της Γουίλκς. Στην ταινία γίνονται ελάχιστες αναφορές σε αυτά και σίγουρα θα παρουσίαζε ενδιαφέρον.

Γενικά στοιχεία

  • Τίτλος: Misery
  • Είδος: Θρίλερ
  • Σκηνοθεσία: Rob Reiner
  • Σενάριο: William Goldman, Stephen King (βιβλίο)
  • Πρωταγωνιστές: James Caan, Kathy Bates, Richard Fansworth
  • Χώρα/έτος παραγωγής: ΗΠΑ/1990
  • Διάρκεια: 107 λεπτά