Υπόθεση
Το μυθιστόρημα αφηγείται ο πρωταγωνιστής, Νικ Κόρεϋ, σερίφης μιας μικρής πόλης του αμερικανικού νότου. Η εξιστόρηση ξεκινάει λίγο καιρό πριν από τις εκλογές για την ανάδειξη του νέου σερίφη και ο Νικ έχει για πρώτη φορά έναν αξιόλογο αντίπαλό, που θα μπορούσε να του αρπάξει τη θέση.
Ο Νικ κάθε άλλο παρά ένας έντιμος άντρας είναι: τεμπελιάζει όλη μέρα, λαδώνεται από τους νταβατζήδες του τοπικού μπορντέλου και διατηρεί αρκετές εξωσυζυγικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, φαίνεται να είναι αφελής, σχεδόν βλάκας. Πώς είναι επομένως δυνατόν να διατηρεί το αξίωμά του όλα αυτά τα χρόνια; Εδώ ακριβώς κρύβεται το ζουμί της υπόθεσης.
Κριτική
Καταρχήν χρειάζεται να τονιστεί πως το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί ένα θρίαμβο της τέχνης της γλώσσας. Δε θα βρει κανείς σπάνιες λέξεις ή περίτεχνες φράσεις. Θα βρει όμως κάμποσες λέξεις, απαγορευμένες στην καθωσπρέπει λογοτεχνία. Το γεγονός αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, αφού την ιστορία αφηγείται ο ελάχιστα μορφωμένος Νικ. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, ο Τόμσον επιτυγχάνει να κάνει το βιβλίο του λιτό και κατανοητό.
Σε μια επιφανειακή ανάγνωση, οι Χίλιες Διακόσιες Ογδόντα Μαύρες Ψυχές αποτελούν ένα πολύ καλό νουάρ μυθιστόρημα, στο οποίο ο αναγνώστης μπαίνει στο πετσί του κακού. Αλλά ο Τόμσον δε σταματάει εκεί. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να εισχωρήσει στα βάθη της ψυχής ενός καθάρματος, αλλά και των ατόμων που τον περιτριγυρίζουν. Και δε χωράει αμφιβολία ότι αυτό το καταφέρνει σε τρομακτικό βαθμό. Με μεγάλη μαεστρία ανατρέπει τ' αρχικά δεδομένα και δείχνει στον αναγνώστη την ασχήμια της ψυχής του Νικ. Κάτω από το σχεδόν μαύρο χιούμορ, ελλοχεύει κάτι πιο σοβαρό και κυρίως πιο σκοτεινό. Ο Τόμσον σκιαγραφεί έναν ωμό και μηδενιστικό κόσμο, που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον την έζησε ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου